- ορνίθωση
- (Ιατρ.). Νόσος κοινή στα πτηνά (παπαγάλους και περιστέρια) και στον άνθρωπο. Προκαλείται, όπως και η ψιττάκωση, από έναν ιό μεγάλων διαστάσεων (350-500 mm) που παρουσίαζει, μεταξύ των άλλων, το χαρακτηριστικό να είναι ευαίσθητος σε ορισμένα αντιβιοτικά και στις σουλφοναμίδες. Η ο. και η ψιττάκωση έχουν παρόμοια συμπτώματα, αν και η δεύτερη παρουσιάζεται σταθερά με βαρύτερη μορφή· η κλινική εικόνα περιλαμβάνει συνήθως μια εμπύρετη τοξικολοιμώδη κατάσταση και εκδηλώσεις πνευμονικής εντόπισης. Μπορεί να παρατηρηθούν μορφές τύπου γρίππης και μορφές ασυμπτωματικές· αυτές οι τελευταίες είναι το ίδιο μεταδοτικές· η πορεία της νόσου είναι συνήθως οξεία, αλλά σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν επίμονες υποτροπές.
* * *ηιατρ. οξεία ή λανθάνουσα νόσος τών πτηνών που μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο, προκαλώντας βαριά λοιμώδη κατάσταση με υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο και βρογχοπνευμονία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ornithosis (< ὄρνις, -ιθος)].
Dictionary of Greek. 2013.